μουλαρίσιος, -ια, -ιο

μουλαρίσιος, -ια, -ιο
αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στο μουλάρι: Μουλαρίσια επιμονή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”